3,277,301
edits
(eksahir) |
(40) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[lentisco]] | |esgtx=[[lentisco]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / σχῑνος, ἡ, ΝΜΑ, και [[σκίνος]] και τ. ουδ. πληθ. σκίνα, τα, Ν<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του φυτού Pistacia lentiscus που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκει στο [[γένος]] [[πιστακία]], αλλ. μαστιχόδενδρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] το οποίο ανήκει στην [[οικογένεια]] ανακαρδιίδες της τάξης [[ρουτώδη]] και περιλαμβάνει 20 ώς 30 είδη αειθαλών μικρών δένδρων ή θάμνων που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά και για τη [[σκιά]] τους, [[συνήθως]] σε δενδροστοιχίες [[κατά]] [[μήκος]] τών [[δρόμων]], αλλ. [[σχοίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[βολβός]] του φυτού [[σκίλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο μεταπλασμένος τ. πληθ. <i>σκίνα</i> (<b>πρβλ.</b> [[σκίζω]]: [[σχίζω]]. | |||
}} | }} |