Anonymous

σχῖνος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / σχῑνος, ἡ, ΝΜΑ, και [[σκίνος]] και τ. ουδ. πληθ. σκίνα, τα, Ν<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του φυτού Pistacia lentiscus που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκει στο [[γένος]] [[πιστακία]], αλλ. μαστιχόδενδρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] το οποίο ανήκει στην [[οικογένεια]] ανακαρδιίδες της τάξης [[ρουτώδη]] και περιλαμβάνει 20 ώς 30 είδη αειθαλών μικρών δένδρων ή θάμνων που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά και για τη [[σκιά]] τους, [[συνήθως]] σε δενδροστοιχίες [[κατά]] [[μήκος]] τών [[δρόμων]], αλλ. [[σχοίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[βολβός]] του φυτού [[σκίλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο μεταπλασμένος τ. πληθ. <i>σκίνα</i> (<b>πρβλ.</b> [[σκίζω]]: [[σχίζω]].
|mltxt=ο / σχῑνος, ἡ, ΝΜΑ, και [[σκίνος]] και τ. ουδ. πληθ. σκίνα, τα, Ν<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του φυτού Pistacia lentiscus που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκει στο [[γένος]] [[πιστακία]], αλλ. μαστιχόδενδρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] το οποίο ανήκει στην [[οικογένεια]] ανακαρδιίδες της τάξης [[ρουτώδη]] και περιλαμβάνει 20 ώς 30 είδη αειθαλών μικρών δένδρων ή θάμνων που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά και για τη [[σκιά]] τους, [[συνήθως]] σε δενδροστοιχίες [[κατά]] [[μήκος]] τών [[δρόμων]], αλλ. [[σχοίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[βολβός]] του φυτού [[σκίλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο μεταπλασμένος τ. πληθ. <i>σκίνα</i> (<b>πρβλ.</b> [[σκίζω]]: [[σχίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχῖνος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μαστιχόδεντρο]], Λατ. entiscus, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[καρπός]] του δέντρου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φυτό]] σκυλοκρέμμυδο ή [[κρεμμύδι]] της θάλασσας, = [[σκίλλα]], σε Αριστοφ.
}}
}}