3,276,984
edits
(T22) |
(41) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τραχεῖα, τραχυ, from [[Homer]] [[down]], [[rough]]: ὁδοί, τόποι, [[rocky]] places (in the [[sea]]), Acts 27:29. | |txtha=τραχεῖα, τραχυ, from [[Homer]] [[down]], [[rough]]: ὁδοί, τόποι, [[rocky]] places (in the [[sea]]), Acts 27:29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ιά, -ύ / [[τραχύς]], -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, θηλ. και [[τραχεία]] Ν, και ιων. τ. [[τρηχύς]] και τ. θηλ. τρηχέα Α<br /><b>1.</b> [[ανώμαλος]] στην αφή, αυτός που δεν έχει [[λεία]] και ομαλή [[επιφάνεια]] (α. «τραχύ [[δέρμα]]» β. «τραχιά [[ακτή]]» γ. «τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «γῆ... [[λιθώδης]]... καὶ τρηχέα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για πρόσ. [[αλλά]] και για [[λόγια]], αισθήματα ή καταστάσεις) [[απότομος]], [[σκληρός]], [[βάναυσος]] (α. «[[τραχύς]] [[άνθρωπος]]» β. «τραχύ ύφος» γ. «καὶ [[τάχα]] τραχυτέροις τις ἄν χρήσεται λόγοις», Πρόδρ.<br />δ. «νόμοι τραχύτατοι», <b>Πλάτ.</b><br />ε. «εἰς τραχύτερα πράγματα τῶν [[τότε]] γενομένων», Ισοκρ.)<br />β) (για [[φωνή]]) [[βραχνός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τραχεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσκαμπτος]] («τραχύ ύφασμα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχερής]], [[κοπιαστικός]]<br />(«τραχύ [[έργο]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τραχύ</i><br />αργυρό [[νόμισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαλλιαρός]], [[δασύτριχος]]<br /><b>2.</b> (για χαλινό) [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> (για [[μάχη]]) [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα ή ασθένειες) [[ορμητικός]], [[οξύς]] (α. «τραχὺν... τὸν Ὑδάσπην ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἐπιόντα», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τραχύτερα... τὰ νοσήματα ἐπεργάζηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τραχύ</i><br />με [[τραχύτητα]], με [[αγριότητα]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) (<i>τὰ</i>) <i>τρηχέα</i><br /><b>μτφ.</b> ανώμαλες καταστάσεις («εὐνομίη τρηχέα λειαίνει», Σόλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τραχιά</i> / [[τραχέως]] ΝΜΑ, και ιων. τ. <i>τρηχέως</i> Α<br /><b>μτφ.</b> με [[σκληρότητα]], βάναυσα (α. «φέρεται πολύ τραχιά στα [[παιδιά]] του» β. «πρὸς ἐμὲ ἔχειν τραχυτέρως τοῡ δέοντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[αγριότητα]] («πρὸς [[τίνα]] [[τραχέως]] [[οὕτως]] [ὁ [[κύων]]] ὑλακτεῑ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τρᾱχύς</i> / [[τρηχύς]] [[είναι]] αρχαϊκού τ. επίθ. με κατάλ. -<i>ύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταχ</i>-<i>ύς</i>), το οποίο θα μπορούσε να αναχθεί στο θ. του ρ. <i>θρᾱσσω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θρᾱχ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> και τον παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τρηχ</i>-<i>α</i>). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η [[διαφορά]] σημασίας [[ανάμεσα]] στο επίθ. και στο ρ. [[θράσσω]] «[[ταράζω]], [[ενοχλώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[θράσσω]] και [[ταράσσω]])]. | |||
}} | }} |