Anonymous

τραχύς: Difference between revisions

From LSJ
1,109 bytes added ,  31 December 2018
6
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιά, -ύ / [[τραχύς]], -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, θηλ. και [[τραχεία]] Ν, και ιων. τ. [[τρηχύς]] και τ. θηλ. τρηχέα Α<br /><b>1.</b> [[ανώμαλος]] στην αφή, αυτός που δεν έχει [[λεία]] και ομαλή [[επιφάνεια]] (α. «τραχύ [[δέρμα]]» β. «τραχιά [[ακτή]]» γ. «τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «γῆ... [[λιθώδης]]... καὶ τρηχέα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για πρόσ. [[αλλά]] και για [[λόγια]], αισθήματα ή καταστάσεις) [[απότομος]], [[σκληρός]], [[βάναυσος]] (α. «[[τραχύς]] [[άνθρωπος]]» β. «τραχύ ύφος» γ. «καὶ [[τάχα]] τραχυτέροις τις ἄν χρήσεται λόγοις», Πρόδρ.<br />δ. «νόμοι τραχύτατοι», <b>Πλάτ.</b><br />ε. «εἰς τραχύτερα πράγματα τῶν [[τότε]] γενομένων», Ισοκρ.)<br />β) (για [[φωνή]]) [[βραχνός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τραχεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσκαμπτος]] («τραχύ ύφασμα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχερής]], [[κοπιαστικός]]<br />(«τραχύ [[έργο]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τραχύ</i><br />αργυρό [[νόμισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαλλιαρός]], [[δασύτριχος]]<br /><b>2.</b> (για χαλινό) [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> (για [[μάχη]]) [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα ή ασθένειες) [[ορμητικός]], [[οξύς]] (α. «τραχὺν... τὸν Ὑδάσπην ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἐπιόντα», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τραχύτερα... τὰ νοσήματα ἐπεργάζηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τραχύ</i><br />με [[τραχύτητα]], με [[αγριότητα]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) (<i>τὰ</i>) <i>τρηχέα</i><br /><b>μτφ.</b> ανώμαλες καταστάσεις («εὐνομίη τρηχέα λειαίνει», Σόλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τραχιά</i> / [[τραχέως]] ΝΜΑ, και ιων. τ. <i>τρηχέως</i> Α<br /><b>μτφ.</b> με [[σκληρότητα]], βάναυσα (α. «φέρεται πολύ τραχιά στα [[παιδιά]] του» β. «πρὸς ἐμὲ ἔχειν τραχυτέρως τοῡ δέοντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[αγριότητα]] («πρὸς [[τίνα]] [[τραχέως]] [[οὕτως]] [ὁ [[κύων]]] ὑλακτεῑ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τρᾱχύς</i> / [[τρηχύς]] [[είναι]] αρχαϊκού τ. επίθ. με κατάλ. -<i>ύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταχ</i>-<i>ύς</i>), το οποίο θα μπορούσε να αναχθεί στο θ. του ρ. <i>θρᾱσσω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θρᾱχ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> και τον παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τρηχ</i>-<i>α</i>). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η [[διαφορά]] σημασίας [[ανάμεσα]] στο επίθ. και στο ρ. [[θράσσω]] «[[ταράζω]], [[ενοχλώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[θράσσω]] και [[ταράσσω]])].
|mltxt=-ιά, -ύ / [[τραχύς]], -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, θηλ. και [[τραχεία]] Ν, και ιων. τ. [[τρηχύς]] και τ. θηλ. τρηχέα Α<br /><b>1.</b> [[ανώμαλος]] στην αφή, αυτός που δεν έχει [[λεία]] και ομαλή [[επιφάνεια]] (α. «τραχύ [[δέρμα]]» β. «τραχιά [[ακτή]]» γ. «τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «γῆ... [[λιθώδης]]... καὶ τρηχέα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για πρόσ. [[αλλά]] και για [[λόγια]], αισθήματα ή καταστάσεις) [[απότομος]], [[σκληρός]], [[βάναυσος]] (α. «[[τραχύς]] [[άνθρωπος]]» β. «τραχύ ύφος» γ. «καὶ [[τάχα]] τραχυτέροις τις ἄν χρήσεται λόγοις», Πρόδρ.<br />δ. «νόμοι τραχύτατοι», <b>Πλάτ.</b><br />ε. «εἰς τραχύτερα πράγματα τῶν [[τότε]] γενομένων», Ισοκρ.)<br />β) (για [[φωνή]]) [[βραχνός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τραχεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσκαμπτος]] («τραχύ ύφασμα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχερής]], [[κοπιαστικός]]<br />(«τραχύ [[έργο]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τραχύ</i><br />αργυρό [[νόμισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαλλιαρός]], [[δασύτριχος]]<br /><b>2.</b> (για χαλινό) [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> (για [[μάχη]]) [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα ή ασθένειες) [[ορμητικός]], [[οξύς]] (α. «τραχὺν... τὸν Ὑδάσπην ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἐπιόντα», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τραχύτερα... τὰ νοσήματα ἐπεργάζηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τραχύ</i><br />με [[τραχύτητα]], με [[αγριότητα]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) (<i>τὰ</i>) <i>τρηχέα</i><br /><b>μτφ.</b> ανώμαλες καταστάσεις («εὐνομίη τρηχέα λειαίνει», Σόλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τραχιά</i> / [[τραχέως]] ΝΜΑ, και ιων. τ. <i>τρηχέως</i> Α<br /><b>μτφ.</b> με [[σκληρότητα]], βάναυσα (α. «φέρεται πολύ τραχιά στα [[παιδιά]] του» β. «πρὸς ἐμὲ ἔχειν τραχυτέρως τοῡ δέοντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[αγριότητα]] («πρὸς [[τίνα]] [[τραχέως]] [[οὕτως]] [ὁ [[κύων]]] ὑλακτεῑ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τρᾱχύς</i> / [[τρηχύς]] [[είναι]] αρχαϊκού τ. επίθ. με κατάλ. -<i>ύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταχ</i>-<i>ύς</i>), το οποίο θα μπορούσε να αναχθεί στο θ. του ρ. <i>θρᾱσσω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θρᾱχ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> και τον παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τρηχ</i>-<i>α</i>). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η [[διαφορά]] σημασίας [[ανάμεσα]] στο επίθ. και στο ρ. [[θράσσω]] «[[ταράζω]], [[ενοχλώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[θράσσω]] και [[ταράσσω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰχύς:''' -εῖα, -ύ· Ιων. [[τρηχύς]], θηλ. <i>τρηχέα</i>· ποιητ. θηλ. επίσης [[τρηχύς]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τραχύς]], [[ανώμαλος]], Λατ. [[asper]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ως επίθ. της Ιθάκης, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. [[Τραχίς]]· επίσης, [[τραχύς]], [[δασύς]], σε Ξεν.· λέγεται για [[χαλινάρι]], [[κοφτερός]], [[οξύς]], στον ίδ.· λέγεται για τη [[φωνή]] των αγοριών όταν αρχίζει να γίνεται βραχνή και πιο ανδρική, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[άγριος]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>τρᾱχέως</i>, Ιων. [[τρηχέως]], με [[σκληρότητα]], σε Ηρόδ.· [[τραχέως]] ἔχειν, είμαι [[τραχύς]], σε Ισοκρ.· [[τραχέως]] φέρειν, Λατ. [[aegre]] ferre, σε Πλούτ.
}}
}}