Anonymous

χοίρινος: Difference between revisions

From LSJ
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de cochon, de porc ; ἡ [[χοιρίνη]] ([[δορά]]) couenne de porc.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]].
|btext=η, ον :<br />de cochon, de porc ; ἡ [[χοιρίνη]] ([[δορά]]) couenne de porc.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χοίρινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ<br />ο κατασκευασμένος από [[δέρμα]] χοίρου, [[χοιρινός]] (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ [[χοιρίνη]] περὶ ταῑς κνήμαις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[γλυκό]] [[κρασί]] σε χοίρινο [[τομάρι]]» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή [[διαχείριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
}}