συνήθης: Difference between revisions

2,551 bytes added ,  29 September 2017
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, σύνηθες;<br /><b>1</b> qui a ses habitudes avec, qui vit avec <i>ou</i> ensemble ; lié avec, qui a des relations d’amitié : τινι, τινος avec qqn ; <i>abs.</i> ami intime, familier;<br /><b>2</b> accoutumé à, habitué à, familier de, τινι;<br /><b>3</b> habituel, familier, ordinaire : τὸ ξύνηθες ἥσυχον THC apathie ordinaire ; [[συνήθης]] [[πότμος]] SOPH la destinée qui l’accompagne, sa destinée ; σύνηθές (ἐστι) [[ἐμοί]] avec un inf. EUR j’ai l’habitude de ; τὸ σύνηθες la coutume ; τὰ συνήθη PLUT les usages, <i>particul.</i> les devoirs habituels, les derniers devoirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἦθος]].
|btext=ης, σύνηθες;<br /><b>1</b> qui a ses habitudes avec, qui vit avec <i>ou</i> ensemble ; lié avec, qui a des relations d’amitié : τινι, τινος avec qqn ; <i>abs.</i> ami intime, familier;<br /><b>2</b> accoutumé à, habitué à, familier de, τινι;<br /><b>3</b> habituel, familier, ordinaire : τὸ ξύνηθες ἥσυχον THC apathie ordinaire ; [[συνήθης]] [[πότμος]] SOPH la destinée qui l’accompagne, sa destinée ; σύνηθές (ἐστι) [[ἐμοί]] avec un inf. EUR j’ai l’habitude de ; τὸ σύνηθες la coutume ; τὰ συνήθη PLUT les usages, <i>particul.</i> les devoirs habituels, les derniers devoirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἦθος]].
}}
{{grml
|mltxt=σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α<br />(για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται [[κατά]] [[συνήθεια]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται [[κατά]] κανόνα («η [[συνήθης]] [[θερμοκρασία]] αυτής της εποχής»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] το σύνηθες» — όπως [[συνήθως]] συμβαίνει<br />β) «τα συνήθεα συνήθη» — τα [[ίδια]] και τα [[ίδια]], τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ζει ή συναναστρέφεται με κάποιον, [[ιδίως]] ο [[οικείος]], ο [[φίλος]] («φίλοι καὶ συνήθεις», Φιλήμ.)<br /><b>2.</b> ο όμοιος ως [[προς]] τους τρόπους ή τα ήθη<br /><b>3.</b> εξοικειωμένος με [[κάτι]] («πρὶν ἱκανῶς [[συνήθης]] [[γενέσθαι]] τῷ παρόντι σκότῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ζώα) εξημερωμένος<br /><b>5.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο συχνάζουν τα ζώα<br /><b>6.</b> (για λόγο) αυτός που χρησιμοποιείται από όλους ή από τους περισσότερους, ο [[κοινός]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνηθες</i><br />α) η [[συνήθεια]]<br />β) το [[έθιμο]]<br />γ) ο [[συνηθισμένος]] [[τρόπος]] ζωής<br />δ) η [[κοινή]] [[χρήση]] της γλώσσας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνήθως]] ΝΜΑ<br />με τρόπο που συνηθίζεται, [[κατά]] το σύνηθες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατά]] τη συνήθη [[χρήση]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[οικειότητα]], φιλικά («[[συνήθως]] ἔχων ἐμοὶ καὶ [[γνώριμος]] ὤν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-<i>ήθης</i>].
}}
}}