Anonymous

συνήθης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνήθης''': -ες, γεν. εος, συνῃρ. ους, γεν. πληθ. συνηθέων, συνῃρ. συνήθων (Ἀρκάδ. 136, 24)˙ ― ὁ συνδιατρίβων, συνδιαιτώμενος, [[οἰκεῖος]], [[σχετικός]], φίλος, συνήθεες ἀλλήλοισιν Ἡσιόδ. Θεογ. 230˙ [[ὅμοιος]] πρὸς ἄλλον κατὰ τὰ ἤθη ἢ τοὺς τρόπους, Θουκ. 1. 71˙ συνήθεις καὶ γνώριμοι, οἰκεῖοι καὶ σ., γνώριμοι, φίλοι, Πλάτ. Πολ. 375Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 6, 5, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1. 13˙ ― σ. τινί, [[λίαν]] [[γνώριμος]] [[πρός]] τινα, [[Πλάτων]] Κρίτων 43Α, Λάχ. 188Α˙ σπανιώτερον [[μετὰ]] γενικ. ὡς οὐσιαστ., ὁ σ. τινός, ὁ στενωτάτην ἔχων σχέσιν ἢ φιλίαν [[πρός]] τινα, Διόδ. 19. 47, Πλούτ. ΙΙ. ὁ συνηθισμένος, τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Πολ. 517D, κτλ.˙ σώματα πᾶσι πότοις καὶ πόνοις ξ. γιγνόμενα [[αὐτόθι]] 797Ε˙ ἐπὶ ζῴων, χειρὶ σ. = [[χειροήθης]], Ἀνθ. Παλ. 9. 287˙ καὶ ἀπολ., τὰ σύντροφα καὶ συνήθη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2˙ οἱ σ. τόποι, τὰ μέρη [[ἔνθα]] συνήθως συχνάζουσιν, [[αὐτόθι]] 8. 12, 3˙ ― μετ’ ἀπαρεμφ., σ. ᾄδειν γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 666D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ καθ’ ἕξιν γινόμενος, [[συχνός]], [[ἔθος]], [[πότμος]] Σοφ. Φιλ. 894, Τρ. 88˙ ψυχῇ σύνηθες [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 903, πρβλ. Ἱππ. Ἀφορ. 1246˙ [[δίαιτα]] Θουκ. 6. 17˙ σημεῖα τῷ γένει ξυνηθέστερα Ἀνδοκ. 23. 2˙ τὸ ξύνηθες ἥσυχον, ἡ κατὰ συνήθειαν [[ἡσυχία]] σας, Θουκ. 6. 34˙ τὸ ξύνηθες φοβερὸν [[αὐτόθι]] 55˙ σύνηθές [ἐστι] [[ταῦτα]] βαστάζειν ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 40, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6˙ διὰ τὸ μὴ ξ. νομοθέτῃ Πλάτ. Νόμ. 739 Α˙ ― τὸ σύνηθες, [[ἔθος]], ἔθιμον, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 10, 18, κ. ἀλλ.˙ τὸ τῆς ἑορτῆς ξ. Πλάτ. Τίμ. 21Β. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θως, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὸ σύνηθες, συν. παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 45. 28, Πλούτ., κλπ.
|lstext='''συνήθης''': -ες, γεν. εος, συνῃρ. ους, γεν. πληθ. συνηθέων, συνῃρ. συνήθων (Ἀρκάδ. 136, 24)˙ ― ὁ συνδιατρίβων, συνδιαιτώμενος, [[οἰκεῖος]], [[σχετικός]], φίλος, συνήθεες ἀλλήλοισιν Ἡσιόδ. Θεογ. 230˙ [[ὅμοιος]] πρὸς ἄλλον κατὰ τὰ ἤθη ἢ τοὺς τρόπους, Θουκ. 1. 71˙ συνήθεις καὶ γνώριμοι, οἰκεῖοι καὶ σ., γνώριμοι, φίλοι, Πλάτ. Πολ. 375Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 6, 5, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1. 13˙ ― σ. τινί, [[λίαν]] [[γνώριμος]] [[πρός]] τινα, [[Πλάτων]] Κρίτων 43Α, Λάχ. 188Α˙ σπανιώτερον [[μετὰ]] γενικ. ὡς οὐσιαστ., ὁ σ. τινός, ὁ στενωτάτην ἔχων σχέσιν ἢ φιλίαν [[πρός]] τινα, Διόδ. 19. 47, Πλούτ. ΙΙ. ὁ συνηθισμένος, τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Πολ. 517D, κτλ.˙ σώματα πᾶσι πότοις καὶ πόνοις ξ. γιγνόμενα [[αὐτόθι]] 797Ε˙ ἐπὶ ζῴων, χειρὶ σ. = [[χειροήθης]], Ἀνθ. Παλ. 9. 287˙ καὶ ἀπολ., τὰ σύντροφα καὶ συνήθη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2˙ οἱ σ. τόποι, τὰ μέρη [[ἔνθα]] συνήθως συχνάζουσιν, [[αὐτόθι]] 8. 12, 3˙ ― μετ’ ἀπαρεμφ., σ. ᾄδειν γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 666D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ καθ’ ἕξιν γινόμενος, [[συχνός]], [[ἔθος]], [[πότμος]] Σοφ. Φιλ. 894, Τρ. 88˙ ψυχῇ σύνηθες [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 903, πρβλ. Ἱππ. Ἀφορ. 1246˙ [[δίαιτα]] Θουκ. 6. 17˙ σημεῖα τῷ γένει ξυνηθέστερα Ἀνδοκ. 23. 2˙ τὸ ξύνηθες ἥσυχον, ἡ κατὰ συνήθειαν [[ἡσυχία]] σας, Θουκ. 6. 34˙ τὸ ξύνηθες φοβερὸν [[αὐτόθι]] 55˙ σύνηθές [ἐστι] [[ταῦτα]] βαστάζειν ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 40, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6˙ διὰ τὸ μὴ ξ. νομοθέτῃ Πλάτ. Νόμ. 739 Α˙ ― τὸ σύνηθες, [[ἔθος]], ἔθιμον, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 10, 18, κ. ἀλλ.˙ τὸ τῆς ἑορτῆς ξ. Πλάτ. Τίμ. 21Β. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θως, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὸ σύνηθες, συν. παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 45. 28, Πλούτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ης, σύνηθες;<br /><b>1</b> qui a ses habitudes avec, qui vit avec <i>ou</i> ensemble ; lié avec, qui a des relations d’amitié : τινι, τινος avec qqn ; <i>abs.</i> ami intime, familier;<br /><b>2</b> accoutumé à, habitué à, familier de, τινι;<br /><b>3</b> habituel, familier, ordinaire : τὸ ξύνηθες ἥσυχον THC apathie ordinaire ; [[συνήθης]] [[πότμος]] SOPH la destinée qui l’accompagne, sa destinée ; σύνηθές (ἐστι) [[ἐμοί]] avec un inf. EUR j’ai l’habitude de ; τὸ σύνηθες la coutume ; τὰ συνήθη PLUT les usages, <i>particul.</i> les devoirs habituels, les derniers devoirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἦθος]].
}}
}}