Anonymous

συνυποπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_3)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνυποπίπτω''': [[ὑποπίπτω]] [[ὁμοῦ]], συμπεριλαμβάνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 174.
|lstext='''συνυποπίπτω''': [[ὑποπίπτω]] [[ὁμοῦ]], συμπεριλαμβάνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 174.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ὑποπίπτω]]<br />καθίσταμαι [[καταληπτός]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}