Anonymous

συνυποπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ὑποπίπτω]]<br />καθίσταμαι [[καταληπτός]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=Α [[ὑποπίπτω]]<br />καθίσταμαι [[καταληπτός]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνυποπίπτω:''' лог. одновременно относиться, быть включаемым или подразумеваемым: οὐ λευκότερόν τι [[δυνατόν]] ἐστι γνωρίζειν μὴ συνυποπίπτοντος τοῦ οὖ λευκότερόν ἐστι Sext. невозможно познать «более белого», если оно не соотнесено с тем, чего оно белее.
}}
}}