Anonymous

ὑπόλεπτος: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu mince, grêle.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λεπτός]].
|btext=ος, ον :<br />un peu mince, grêle.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λεπτός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[λεπτός]]<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια [[μορφή]] λεπτότητας, ο [[κάπως]] [[λεπτός]] («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}