Anonymous

ὑπόλεπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόλεπτος''': -ον, ὀλίγον τι [[λεπτός]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Λουκ. Φιλοψ. 34, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.
|lstext='''ὑπόλεπτος''': -ον, ὀλίγον τι [[λεπτός]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Λουκ. Φιλοψ. 34, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu mince, grêle.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λεπτός]].
}}
}}