Anonymous

τηκτός: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> fondu;<br /><b>2</b> fusible, soluble.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> fondu;<br /><b>2</b> fusible, soluble.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τηκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τήκω]]<br />αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, [[εύτηκτος]], [[ευδιάλυτος]] (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς [[γένος]] τροφῆς», ΠΔ<br />γ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τηχθεί, τηγμένος, λειωμένος («τηκτὸς [[μόλυβδος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τηκτόν</i><br />[[φάρμακο]] ευδιάλυτο, που πίνεται διαλυμένο.
}}
}}