3,277,121
edits
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[τηκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τήκω]]<br />αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, [[εύτηκτος]], [[ευδιάλυτος]] (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς [[γένος]] τροφῆς», ΠΔ<br />γ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τηχθεί, τηγμένος, λειωμένος («τηκτὸς [[μόλυβδος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τηκτόν</i><br />[[φάρμακο]] ευδιάλυτο, που πίνεται διαλυμένο. | |mltxt=-ή, -ό / [[τηκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τήκω]]<br />αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, [[εύτηκτος]], [[ευδιάλυτος]] (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς [[γένος]] τροφῆς», ΠΔ<br />γ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τηχθεί, τηγμένος, λειωμένος («τηκτὸς [[μόλυβδος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τηκτόν</i><br />[[φάρμακο]] ευδιάλυτο, που πίνεται διαλυμένο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τηκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του <i>τήκομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> λιωμένος, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευδιάλυτος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |