Anonymous

ταξεώτης: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_19)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταξεώτης''': -ου, ὁ, [[ἀκόλουθος]] ἢ βοηθὸς ἄρχοντος ἢ δικαστοῦ ἢ στρατηλάτου, Παλλαδ. Λαυσ. 1164, [[Νεῖλος]] 921, κλπ, Κῶδ. Ἰουστινιαν. 1. 3, 53, 12 8, 19, κλπ. · ἐπίθετ. ταξεωτικός, ή, όν, Εὐστ., πρβλ. [[ταξιώτης]].
|lstext='''ταξεώτης''': -ου, ὁ, [[ἀκόλουθος]] ἢ βοηθὸς ἄρχοντος ἢ δικαστοῦ ἢ στρατηλάτου, Παλλαδ. Λαυσ. 1164, [[Νεῖλος]] 921, κλπ, Κῶδ. Ἰουστινιαν. 1. 3, 53, 12 8, 19, κλπ. · ἐπίθετ. ταξεωτικός, ή, όν, Εὐστ., πρβλ. [[ταξιώτης]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΜΑ, και [[ταξιώτης]] Α<br />[[μέλος]] αυτοκρατορικής φρουράς, [[ιδίως]] [[ακόλουθος]] ή [[αξιωματικός]] ηγεμόνα ή [[βοηθός]] δικαστή ή στρατηλάτη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπαξιωματικός]] ή [[αξιωματικός]]<br /><b>2.</b> [[τακτικός]] [[στρατιώτης]] ή [[στρατιώτης]] που βρίσκεται σε [[εκστρατεία]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει σε μοναστικό [[τάγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάξις]], -<i>εως</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατι</i>-<i>ώτης</i>) απ' όπου το λατ. <i>taxe</i><i>ō</i><i>ta</i>, -<i>ae</i>].
}}
}}