ταξεώτης

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξεώτης Medium diacritics: ταξεώτης Low diacritics: ταξεώτης Capitals: ΤΑΞΕΩΤΗΣ
Transliteration A: taxeṓtēs Transliteration B: taxeōtēs Transliteration C: takseotis Beta Code: tacew/ths

English (LSJ)

ταξεώτου, ὁ, officer of a magistrate, sergeant, commissary, etc., member of the militia palatina, Cod.Just.1.3.53, PMasp.31.13 (vi A.D.), PSI8.939 (vi A.D.); written ταξιώτης, An.Ox.2.307, Glossaria: hence Adj. ταξιωτικός, ταξεωτικός, ή, όν, ῥαβδοῦχος Cod.Just.1.3.53, Eust.104.24.

German (Pape)

[Seite 1068] ὁ, ein Diener der Obrigkeit, Gerichtsdiener, Scherge, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταξεώτης: -ου, ὁ, ἀκόλουθος ἢ βοηθὸς ἄρχοντος ἢ δικαστοῦ ἢ στρατηλάτου, Παλλαδ. Λαυσ. 1164, Νεῖλος 921, κλπ, Κῶδ. Ἰουστινιαν. 1. 3, 53, 12 8, 19, κλπ. · ἐπίθετ. ταξεωτικός, ή, όν, Εὐστ., πρβλ. ταξιώτης.

Greek Monolingual

ο, ΜΑ, και ταξιώτης Α
μέλος αυτοκρατορικής φρουράς, ιδίως ακόλουθος ή αξιωματικός ηγεμόνα ή βοηθός δικαστή ή στρατηλάτη
μσν.
1. υπαξιωματικός ή αξιωματικός
2. τακτικός στρατιώτης ή στρατιώτης που βρίσκεται σε εκστρατεία
3. αυτός που ανήκει σε μοναστικό τάγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις, -εως + κατάλ. -ώτης (πρβλ. στρατιώτης) απ' όπου το λατ. taxeōta, -ae].