Anonymous

φαντασιοκόπος: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_18)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαντᾰσιοκόπος''': -ον, ὁ συλλαμβάνων ματαίας ἐλπίδας, μάταια φανταζόμενος καὶ ἀδύνατα, Εὐστ, 1700. 53, Ἐκκλ. ― φαντασιοκοπία, ἡ, Λέοντ. Αὐτ. Βίος Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ, 281, 42.
|lstext='''φαντᾰσιοκόπος''': -ον, ὁ συλλαμβάνων ματαίας ἐλπίδας, μάταια φανταζόμενος καὶ ἀδύνατα, Εὐστ, 1700. 53, Ἐκκλ. ― φαντασιοκοπία, ἡ, Λέοντ. Αὐτ. Βίος Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ, 281, 42.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[φαντασιοκόπος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πλάθει με την [[φαντασία]] του πράγματα ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα, αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] πραγματικότητας, [[φαντασιόπληκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απατεώνας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φαντασιοκόπον</i><br />[[ταχυδακτυλουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαντασία]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> [[δημο]]-[[κόπος]].
}}
}}