Anonymous

χατίζω: Difference between revisions

From LSJ
46
(SL_2)
(46)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>χᾰτίζω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lack]], [[need]] ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (sc. τὰ ἐμὰ βέλη) (O. 2.86)
|sltr=<b>χᾰτίζω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lack]], [[need]] ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (sc. τὰ ἐμὰ βέλη) (O. 2.86)
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(σε [[χρήση]] μόνον ο ενεστ.)<br /><b>1.</b> (με γεν.) έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] ή [[επιζητώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) <i>χατίζων</i><br />αυτός που βρίσκεται σε [[ανάγκη]], που στερείται από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἔργοιο χατίζων» — [[άνεργος]] (<b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. [[χατέω]] σχηματισμένος [[υστερογενώς]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[αἰτέω]]: [[αἰτίζω]])].
}}
}}