Anonymous

χατίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(σε [[χρήση]] μόνον ο ενεστ.)<br /><b>1.</b> (με γεν.) έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] ή [[επιζητώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) <i>χατίζων</i><br />αυτός που βρίσκεται σε [[ανάγκη]], που στερείται από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἔργοιο χατίζων» — [[άνεργος]] (<b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. [[χατέω]] σχηματισμένος [[υστερογενώς]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[αἰτέω]]: [[αἰτίζω]])].
|mltxt=Α<br />(σε [[χρήση]] μόνον ο ενεστ.)<br /><b>1.</b> (με γεν.) έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] ή [[επιζητώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) <i>χατίζων</i><br />αυτός που βρίσκεται σε [[ανάγκη]], που στερείται από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἔργοιο χατίζων» — [[άνεργος]] (<b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. [[χατέω]] σχηματισμένος [[υστερογενώς]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[αἰτέω]]: [[αἰτίζω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χᾰτίζω:'''<b class="num">1.</b> μόνο σε ενεστ., έχω [[ανάγκη]] από, [[επιθυμώ]], με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., <i>οὐδὲχατίζων</i>, δεν έχω [[ανάγκη]] (από κάποιο [[πράγμα]]), σε Όμηρ.· <i>χατίζων</i>, αυτός που βρίσκεται σε [[ανάγκη]], [[φτωχός]] [[άνθρωπος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ενδεής]], στερούμαι, είμαι [[χωρίς]] [[κάτι]], <i>χᾰτίζω ἔργοιο</i>, δηλ. είμαι [[οκνηρός]], στον ίδ. — Μέσ., [[αποτυγχάνω]], σε Αισχύλ.
}}
}}