Anonymous

τριήρης: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες ; <i>gén. ion.</i> εος, <i>att.</i> ους;<br />à trois rangs de rames ; ἡ [[τριήρης]] ([[ναῦς]]) navire à trois rang de rames, trière (vaisseau de guerre <i>ou</i> de transport).<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], ἄρω.
|btext=ης, ες ; <i>gén. ion.</i> εος, <i>att.</i> ους;<br />à trois rangs de rames ; ἡ [[τριήρης]] ([[ναῦς]]) navire à trois rang de rames, trière (vaisseau de guerre <i>ou</i> de transport).<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], ἄρω.
}}
{{grml
|mltxt=-ους, η, ΝΜΑ<br />(στην αρχ. [[Ελλάδα]]) ταχύπλοο κωπήλατο, κατ' εξοχήν, πολεμικό [[πλοίο]] το οποίο είχε από τις δύο πλευρές [[τρεις]] σειρές κουπιών (α. «ἐκεῑθεν δ' ἀνήχθη εὐθὺ Γυθείου ἐπὶ κατασκοπὴν τῶν τριήρων», <b>Ξεν.</b><br />β. «τῶν δὲ τριηρέων αριθμὸς μὲν ἐγένετο ἑπτὰ καὶ διηκόσιαι καὶ χίλιαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ποτήρι]] που είχε το [[σχήμα]] πλοίου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τριώροφος]] («οἰκίαι τριήρεις», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ)].
}}
}}