Anonymous

τριήρης: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ους, η, ΝΜΑ<br />(στην αρχ. [[Ελλάδα]]) ταχύπλοο κωπήλατο, κατ' εξοχήν, πολεμικό [[πλοίο]] το οποίο είχε από τις δύο πλευρές [[τρεις]] σειρές κουπιών (α. «ἐκεῑθεν δ' ἀνήχθη εὐθὺ Γυθείου ἐπὶ κατασκοπὴν τῶν τριήρων», <b>Ξεν.</b><br />β. «τῶν δὲ τριηρέων αριθμὸς μὲν ἐγένετο ἑπτὰ καὶ διηκόσιαι καὶ χίλιαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ποτήρι]] που είχε το [[σχήμα]] πλοίου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τριώροφος]] («οἰκίαι τριήρεις», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ)].
|mltxt=-ους, η, ΝΜΑ<br />(στην αρχ. [[Ελλάδα]]) ταχύπλοο κωπήλατο, κατ' εξοχήν, πολεμικό [[πλοίο]] το οποίο είχε από τις δύο πλευρές [[τρεις]] σειρές κουπιών (α. «ἐκεῑθεν δ' ἀνήχθη εὐθὺ Γυθείου ἐπὶ κατασκοπὴν τῶν τριήρων», <b>Ξεν.</b><br />β. «τῶν δὲ τριηρέων αριθμὸς μὲν ἐγένετο ἑπτὰ καὶ διηκόσιαι καὶ χίλιαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ποτήρι]] που είχε το [[σχήμα]] πλοίου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τριώροφος]] («οἰκίαι τριήρεις», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τριήρης:''' (ενν. [[ναῦς]]), ἡ, γεν. <i>-εος</i>, <i>-ους</i>, Ιων. <i>-ευς</i>· αιτ. <i>-εα</i>, <i>-η</i>· ονομ. πληθ. <i>τριήρεες</i>, <i>τριήρεις</i>· γεν. <i>τριηρέων</i>, <i>τριηρῶν</i>· γεν. δυϊκοῦ <i>τριήροιν</i>· ([[τρίς]], -[[ήρης]])· Λατ. [[triremis]], [[πλοίο]] με [[τρεις]] σειρές κουπιών, ο πιο [[συνηθισμένος]] [[τύπος]] πολεμικού πλοίου των Ελλήνων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Τριήρεις [[πρώτα]] ναυπήγησαν οι Κορίνθιοι, σε Θουκ.· πρβλ. [[θαλάμιος]], [[ζυγίτης]], [[θρανίτης]].
}}
}}