3,277,121
edits
(6_10) |
(45) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορκός''': -ή, -όν, [[λευκός]], [[πολιός]], Λυκόφρ. 477· «φορκόν· πολιόν, ῥυσὸν» Ἡσύχ. | |lstext='''φορκός''': -ή, -όν, [[λευκός]], [[πολιός]], Λυκόφρ. 477· «φορκόν· πολιόν, ῥυσὸν» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ([[κυρίως]] το ουδ.) [[φορκόν]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λευκόν]], πολιόν, ῥυσόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[φορκός]], το οποίο απαντά μόνο στη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> και σε κάποια ονόματα θεών (<b>πρβλ.</b> [[Φόρκος]], [[Φορκίδες]], [[Φόρκυς]]), ανάγεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[λάμπω]], [[λευκός]]» με [[επέκταση]] -<i>κ</i>- (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>bairths</i> «[[αστραφτερός]]», αρχ. αγγλ. <i>beorth</i>, αγγλ. <i>bright</i> «[[αστραφτερός]], [[φωτεινός]]» με [[επέκταση]] -<i>g</i>- της ρίζας). Αρχική σημ. του επιθ. [[είναι]] «[[λευκός]]», από όπου στη [[συνέχεια]] έλαβε τη σημ. «[[πολιός]], αυτός που έχει λευκές [[τρίχες]], ηλικιωμένος» και κατ' [[επέκταση]] «[[ῥυσός]], [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]]». Με [[βάση]] αυτήν τη σημ. έχει προταθεί η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[φαρκίς]] «[[ρυτίδα]]», η οποία, όμως, δεν θεωρείται και πολύ πιθανή]. | |||
}} | }} |