Anonymous

χορηγός: Difference between revisions

From LSJ
2,560 bytes added ,  29 September 2017
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui conduit le chœur, chef d’un chœur de danse <i>ou</i> de musique, <i>p. anal.</i> celui qui conduit une troupe, un cortège;<br /><b>2</b> chorège, celui qui fait les frais d’équipement d’un chœur ; <i>p. ext.</i> celui qui fait la dépense d’une chose, qui pourvoit à, qui fournit les ressources nécessaires (~sponsor) : τινι, τινος pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[ἄγω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui conduit le chœur, chef d’un chœur de danse <i>ou</i> de musique, <i>p. anal.</i> celui qui conduit une troupe, un cortège;<br /><b>2</b> chorège, celui qui fait les frais d’équipement d’un chœur ; <i>p. ext.</i> celui qui fait la dépense d’une chose, qui pourvoit à, qui fournit les ressources nécessaires (~sponsor) : τινι, τινος pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[ἄγω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγός]], θηλ. [[χορηγίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[εύπορος]] [[πολίτης]] ο [[οποίος]] κατέβαλλε την [[δαπάνη]] για την [[συγκρότηση]] χορού που συμμετείχε σε παραστάσεις δραματικών έργων [[κατά]] την [[εορτή]] τών Διονυσίων και σε άλλες εκδηλώσεις («καταστὰς δὲ χορηγὸς τραγῳδοῑς ἀνήλωσα [[τριάκοντα]] μνᾱς», Λυσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], αυτός που παρέχει τα [[μέσα]] για έναν σκοπό, για τη [[διοργάνωση]] μιας εκδήλωσης (α. «οι χορηγοί της συναυλίας αποφάσισαν την ματαίωσή της» β. «τοὺς τῶν ἀκροαμάτων χορηγούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) αυτός που παρέχει σε κάποιον [[κάτι]], που δίνει, που χορηγεί [[κάτι]] (α. «[[χορηγός]] ζωής» β. «ὁ τοῡ φωτὸς [[χορηγός]]», Μηναί.<br />γ. «τὰς... ἡδονὰς ἀγνοοῡντας, ὧν ἁπασῶν [[φιλοσοφία]] [[χορηγός]] ἐστι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[προμηθευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κορυφαίος]] του χορού<br /><b>2.</b> (γενικά) ο [[ηγέτης]] πλήθους, ο [[αρχηγός]] ομάδας<br /><b>3.</b> αυτός που εφοδιάζει τον στρατό με τρόφιμα<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) ο πάτρωνας, ο [[προστάτης]] μιας συντεχνίας<br /><b>5.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ χορηγοί</i><br /><b>ιατρ.</b> α) οι φλέβες, που άγουν, που χορηγούν [[αίμα]]<br />β) αντικείμενα για ιατρική [[περιποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ὁδ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}