3,274,216
edits
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγός]], θηλ. [[χορηγίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[εύπορος]] [[πολίτης]] ο [[οποίος]] κατέβαλλε την [[δαπάνη]] για την [[συγκρότηση]] χορού που συμμετείχε σε παραστάσεις δραματικών έργων [[κατά]] την [[εορτή]] τών Διονυσίων και σε άλλες εκδηλώσεις («καταστὰς δὲ χορηγὸς τραγῳδοῑς ἀνήλωσα [[τριάκοντα]] μνᾱς», Λυσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], αυτός που παρέχει τα [[μέσα]] για έναν σκοπό, για τη [[διοργάνωση]] μιας εκδήλωσης (α. «οι χορηγοί της συναυλίας αποφάσισαν την ματαίωσή της» β. «τοὺς τῶν ἀκροαμάτων χορηγούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) αυτός που παρέχει σε κάποιον [[κάτι]], που δίνει, που χορηγεί [[κάτι]] (α. «[[χορηγός]] ζωής» β. «ὁ τοῡ φωτὸς [[χορηγός]]», Μηναί.<br />γ. «τὰς... ἡδονὰς ἀγνοοῡντας, ὧν ἁπασῶν [[φιλοσοφία]] [[χορηγός]] ἐστι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[προμηθευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κορυφαίος]] του χορού<br /><b>2.</b> (γενικά) ο [[ηγέτης]] πλήθους, ο [[αρχηγός]] ομάδας<br /><b>3.</b> αυτός που εφοδιάζει τον στρατό με τρόφιμα<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) ο πάτρωνας, ο [[προστάτης]] μιας συντεχνίας<br /><b>5.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ χορηγοί</i><br /><b>ιατρ.</b> α) οι φλέβες, που άγουν, που χορηγούν [[αίμα]]<br />β) αντικείμενα για ιατρική [[περιποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ὁδ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγός]], θηλ. [[χορηγίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[εύπορος]] [[πολίτης]] ο [[οποίος]] κατέβαλλε την [[δαπάνη]] για την [[συγκρότηση]] χορού που συμμετείχε σε παραστάσεις δραματικών έργων [[κατά]] την [[εορτή]] τών Διονυσίων και σε άλλες εκδηλώσεις («καταστὰς δὲ χορηγὸς τραγῳδοῑς ἀνήλωσα [[τριάκοντα]] μνᾱς», Λυσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], αυτός που παρέχει τα [[μέσα]] για έναν σκοπό, για τη [[διοργάνωση]] μιας εκδήλωσης (α. «οι χορηγοί της συναυλίας αποφάσισαν την ματαίωσή της» β. «τοὺς τῶν ἀκροαμάτων χορηγούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) αυτός που παρέχει σε κάποιον [[κάτι]], που δίνει, που χορηγεί [[κάτι]] (α. «[[χορηγός]] ζωής» β. «ὁ τοῡ φωτὸς [[χορηγός]]», Μηναί.<br />γ. «τὰς... ἡδονὰς ἀγνοοῡντας, ὧν ἁπασῶν [[φιλοσοφία]] [[χορηγός]] ἐστι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[προμηθευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κορυφαίος]] του χορού<br /><b>2.</b> (γενικά) ο [[ηγέτης]] πλήθους, ο [[αρχηγός]] ομάδας<br /><b>3.</b> αυτός που εφοδιάζει τον στρατό με τρόφιμα<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) ο πάτρωνας, ο [[προστάτης]] μιας συντεχνίας<br /><b>5.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ χορηγοί</i><br /><b>ιατρ.</b> α) οι φλέβες, που άγουν, που χορηγούν [[αίμα]]<br />β) αντικείμενα για ιατρική [[περιποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ὁδ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χορηγός:''' Δωρ. χορᾱγός, ὁ ([[χορός]], [[ἡγέομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αρχηγός]], [[κορυφαίος]] χορού, σε Πλάτ.· [[αρχηγός]] σε [[πομπή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, αυτός που πληρώνει τη [[δαπάνη]] για τη [[διδασκαλία]] του χορού, σε Δημ., Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που καταβάλλει [[δαπάνη]] για οποιοδήποτε λόγο, σε Δημ., Αισχίν. | |||
}} | }} |