3,258,195
edits
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un arc <i>ou</i> pour des flèches ; ἡ τοξική ([[τέχνη]]) l’art de tirer de l’arc ; τοξικὸν [[φάρμακον]] <i>ou subst.</i> τὸ τοξικόν poison dont on imprègne une flèche;<br /><b>2</b> qui concerne les archers ; τὸ τοξικόν AR troupe d’archers;<br /><b>3</b> habile à tirer des flèches;<br /><i>Sp.</i> τοξικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un arc <i>ou</i> pour des flèches ; ἡ τοξική ([[τέχνη]]) l’art de tirer de l’arc ; τοξικὸν [[φάρμακον]] <i>ou subst.</i> τὸ τοξικόν poison dont on imprègne une flèche;<br /><b>2</b> qui concerne les archers ; τὸ τοξικόν AR troupe d’archers;<br /><b>3</b> habile à tirer des flèches;<br /><i>Sp.</i> τοξικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τοξικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] [[κάθε]] ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει [[βλάβη]] ενός ζωντανού οργανισμού, [[αλλά]] και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη [[δράση]] μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα φυτοφάρμακα [[είναι]] τοξικά» β. «τοξικό [[ερύθημα]]» γ. «τοξικό [[φαινόμενο]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δηλητήρια, [[δηλητηριώδης]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τοξικά φάρμακα»<br /><b>(φαρμ.)</b> [[ονομασία]] δηλητηριωδών ουσιών που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική σε ελάχιστες δόσεις, όπως [[είναι]] η [[μορφίνη]], η [[στρυχνίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[τόξο]] («τοξικὴ [[ἄτρακτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ικανός]] [[τοξότης]] («Πάνδαρος [[τοξικός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ τοξική</i><br />α) η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]], [[τοξοσύνη]]<br />β) [[πολεμίστρα]] για την [[εκτόξευση]] βελών<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τοξικόν</i><br />α) [[πολεμίστρα]], τοξική<br />β) <b>(περιλπτ.)</b> οι τοξότες<br />γ) το τοξικόν [[φάρμακον]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τοξικός]] [[κάλαμος]]» — [[είδος]] καλάμου τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως [[βέλος]] στην [[Κρήτη]] <b>(Θεόφρ.)</b><br />β) «τοξικὴ [[στολή]]» — ο [[οπλισμός]] τοξότη (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «τοξικὸν [[φάρμακον]]» — [[δηλητήριο]] με το οποίο άλειφαν τα [[άκρα]] τών βελών (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]]. Ο τ. <i>τοξικόν</i> με περιλπτ. σημ. «οι τοξότες», [[αντί]] ενός αμάρτυρου τ. <i>τοξοτικόν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τοξότης]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε ήδη στην Αρχαία στη φρ. <i>τοξικὸν [[φάρμακον]] με σημ. «[[δηλητήριο]] με το οποίο άλειφαν τα [[άκρα]] τών βελών», απ' όπου απέκτησε τη νεοελλ. σημ. «[[δηλητηριώδης]]». Με τη σημ. αυτή δανείστηκαν το επίθ. οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>toxic</i>, γαλλ. <i>toxique</i>]. | |||
}} | }} |