Anonymous

τοξικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξικός''': -ή, -όν, ([[τόξον]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[τόξον]], τ. [[θῶμιγξ]], ἄτρακτος Αἰσχύλ. Πέρσ. 460, Ἀποσπ. 129· τ. [[στολή]], ὁ ὁπλισμὸς τοῦ τοξότου, Πλάτ. Νόμ. 833Β. 2) ἡ τοξικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ τοξότου [[τέχνη]] καὶ [[ἐμπειρία]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α, Λάχ. 193C, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τοξοσύνη]]. 3) ἡ τ. (ἐξυπ. θυρὶς) στενὸν παράθυρον πρὸς τόξευσιν, «πολεμίστρα», Ἑβδ. (Κριτ. Ε΄, 28), Συμμ. Ἰεζεκ. Μ΄, 16. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἠσκημένος εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, [[ἔμπειρος]] [[τοξότης]], Πάνδαρος Πλούτ. 2. 405Β· τοξικώτατος Ξεν. Κύρ. 6. 2, 4. ΙΙΙ. τὸ τοξικόν, περιληπτικῶς, = οἱ τοξόται, Ἀριστοφ. Λυσ. 462. 2) τ. [[φάρμακον]], δηλητήριον δι’ οὗ ἤλειφον τὰ βέλη, Ἀριστ. π. Θαυμ. 86· τὸ τ. Στράβ. 165, Αἰλ. π. Ζ. 9. 15.
|lstext='''τοξικός''': -ή, -όν, ([[τόξον]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[τόξον]], τ. [[θῶμιγξ]], ἄτρακτος Αἰσχύλ. Πέρσ. 460, Ἀποσπ. 129· τ. [[στολή]], ὁ ὁπλισμὸς τοῦ τοξότου, Πλάτ. Νόμ. 833Β. 2) ἡ τοξικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ τοξότου [[τέχνη]] καὶ [[ἐμπειρία]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α, Λάχ. 193C, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τοξοσύνη]]. 3) ἡ τ. (ἐξυπ. θυρὶς) στενὸν παράθυρον πρὸς τόξευσιν, «πολεμίστρα», Ἑβδ. (Κριτ. Ε΄, 28), Συμμ. Ἰεζεκ. Μ΄, 16. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἠσκημένος εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, [[ἔμπειρος]] [[τοξότης]], Πάνδαρος Πλούτ. 2. 405Β· τοξικώτατος Ξεν. Κύρ. 6. 2, 4. ΙΙΙ. τὸ τοξικόν, περιληπτικῶς, = οἱ τοξόται, Ἀριστοφ. Λυσ. 462. 2) τ. [[φάρμακον]], δηλητήριον δι’ οὗ ἤλειφον τὰ βέλη, Ἀριστ. π. Θαυμ. 86· τὸ τ. Στράβ. 165, Αἰλ. π. Ζ. 9. 15.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un arc <i>ou</i> pour des flèches ; ἡ τοξική ([[τέχνη]]) l’art de tirer de l’arc ; τοξικὸν [[φάρμακον]] <i>ou subst.</i> τὸ τοξικόν poison dont on imprègne une flèche;<br /><b>2</b> qui concerne les archers ; τὸ τοξικόν AR troupe d’archers;<br /><b>3</b> habile à tirer des flèches;<br /><i>Sp.</i> τοξικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
}}
}}