3,277,114
edits
(6_11) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρενιτῐκός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ φρενίτιδος, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· τὰ φρ. (ἐξυπακ. νοσήματα), ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 944· ― φρενητικὸς [[εἶναι]] πλημμ. γραφ. παρὰ τῷ Ἐπικτ., Ὀρειβ., κλπ.· εἰ καὶ ἐν τῇ Λατ. ὁ [[τύπος]] phreneticus φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[δόκιμος]]. | |lstext='''φρενιτῐκός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ φρενίτιδος, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· τὰ φρ. (ἐξυπακ. νοσήματα), ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 944· ― φρενητικὸς [[εἶναι]] πλημμ. γραφ. παρὰ τῷ Ἐπικτ., Ὀρειβ., κλπ.· εἰ καὶ ἐν τῇ Λατ. ὁ [[τύπος]] phreneticus φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[δόκιμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φρενιτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φρενῑτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρενικές παθήσεις<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[φρενίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φρενιτικά</i><br />(ενν. <i>νοσήματα</i>) οι φρενικές νόσοι, οι φρενοπάθειες. | |||
}} | }} |