φρενιτικός
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
φρενιτική, φρενιτικόν, suffering from φρενῖτις, Hp.Aph.4.72; τὰ φ. (sc. νοσήματα) Id.Epid.1.6, cf. Arr.Epict.2.15.3, Antyll. ap. Orib.9.22.3, Sor.2.1; φ. πυρετός Gal.17 (1).890:—φρενη [τικός] prob. in Phld.Mus.p.38K., cf. Lat. phreneticus.
German (Pape)
[Seite 1304] an der φρενῖτις leidend, wahnsinnig, dessen Gehirn vom Fieber entzündet ist; S. Emp. pyrrh. 2, 231; Medic.
Russian (Dvoretsky)
φρενῑτικός: находящийся в горячечном бреду, буйно помешанный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
φρενιτῐκός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ φρενίτιδος, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· τὰ φρ. (ἐξυπακ. νοσήματα), ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 944· ― φρενητικὸς εἶναι πλημμ. γραφ. παρὰ τῷ Ἐπικτ., Ὀρειβ., κλπ.· εἰ καὶ ἐν τῇ Λατ. ὁ τύπος phreneticus φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ δόκιμος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φρενιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φρενῖτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρενικές παθήσεις
2. αυτός που πάσχει από φρενίτιδα
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φρενιτικά
(ενν. νοσήματα) οι φρενικές νόσοι, οι φρενοπάθειες.