Anonymous

τμητήρ: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_12)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τμητήρ''': ῆρος, ὁ, τέμνων ἢ χωρίζων, ὁ καταστρέφων, [[καταστροφεύς]], σιδήρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 91.
|lstext='''τμητήρ''': ῆρος, ὁ, τέμνων ἢ χωρίζων, ὁ καταστρέφων, [[καταστροφεύς]], σιδήρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 91.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει ή σχίζει<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[καταστρεπτικός]] («τμητὴρ [[σίδηρος]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τμη</i>- του [[τέμνω]] (<b>βλ. λ.</b> <i>τμή</i>-<i>γω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κλη</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}