τμητήρ
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
τμητῆρος, ὁ, one who cuts or severs, cutter, severer, destroyer, Nonn. D. 26.303: c. gen., ib.14.311: as adjective, σίδηρος τμητήρ = a sword of destruction ib.13.481.
German (Pape)
[Seite 1123] ῆρος, ὁ, der Schneidende, Hauende, Zerstörende, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
τμητήρ: ῆρος, ὁ, τέμνων ἢ χωρίζων, ὁ καταστρέφων, καταστροφεύς, σιδήρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 91.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που κόβει ή σχίζει
2. ως επίθ. καταστρεπτικός («τμητὴρ σίδηρος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλητήρ)].