Anonymous

χηρεία: Difference between revisions

From LSJ
1,027 bytes added ,  29 September 2017
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />veuvage.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />veuvage.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[χηρειά]] και [[χηριά]] Ν, και [[χηρία]], και ιων. τ. χηρείη, Α [[χήρα]]<br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] του χήρου ή της χήρας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για [[υπούργημα]], [[αξίωμα]], [[θέση]]) το να μένει [[κάτι]] [[κενό]], το να μην αναπληρώνεται [[κάτι]] («η [[χηρεία]] της προεδρίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αίρεση]] χηρείας»<br /><b>(νομ.)</b> [[διάταξη]] σε [[διαθήκη]], με την οποία επιτρέπεται στον κληρονομούμενο να περιορίσει το κληρονομικό [[δικαίωμα]] του ίδιου ή της συζύγου του στη νόμιμη [[μοίρα]] εάν συνάψει νέο γάμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[έλλειψη]] («[[χηρεία]] γνησίου», Φίλ.).
}}
}}