χηρεία: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χηρεία''': ἡ, ([[χηρεύω]]) ὡς καὶ νῦν, ἡ [[κατάστασις]] τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., [[ἔλλειψις]], διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.
|lstext='''χηρεία''': ἡ, ([[χηρεύω]]) ὡς καὶ νῦν, ἡ [[κατάστασις]] τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., [[ἔλλειψις]], διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />veuvage.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
}}
}}