3,273,006
edits
(6_11) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερβολικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ἀνήκων, [[ὑπέρμετρος]], ὑπερβολικὴ [[εὐχαριστία]] Πολύβ. 18. 29, 13. - Ἐπίρρ. ὑπερβολικῶς, ὑπερβ. ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. 2. 62, 9· λέγειν ὑπερβολικῶς ὁ αὐτ. 5. 32, 2 μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν ὁ αὐτ. 7. 12, 8. | |lstext='''ὑπερβολικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ἀνήκων, [[ὑπέρμετρος]], ὑπερβολικὴ [[εὐχαριστία]] Πολύβ. 18. 29, 13. - Ἐπίρρ. ὑπερβολικῶς, ὑπερβ. ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. 2. 62, 9· λέγειν ὑπερβολικῶς ὁ αὐτ. 5. 32, 2 μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν ὁ αὐτ. 7. 12, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπερβολικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[υπερβολή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπερβολή]], αυτός που περιέχει [[υπερβολή]] (α. «έχει [[πάντα]] υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς [[γενέσθαι]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο («υπερβολική [[ζέστη]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που υπερβάλλει, που μεγαλοποιεί τα πράγματα («[[είναι]] [[πάντοτε]] [[υπερβολικός]] στις κρίσεις του»)<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] ή [[μορφή]] υπερβολής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὑπερβολική</i><br />η [[υπερβολή]], η [[επιτήδευση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπερβολικώς</i> / <i>ὑπερβολικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπερβολικά</i> Ν<br />με [[υπερβολή]], [[πέρα]] από τα συνήθη ή τα κανονικά [[μέτρα]]. | |||
}} | }} |