Anonymous

ὑπερβολικός: Difference between revisions

From LSJ
6_11
(13_3)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] ή, όν, übertrieben, übermäßig, hyperbolisch, [[εὐχαριστία]] Pol. 18, 29, 13, u. Sp., bes. Gramm. u. Rhett.; auch adv., μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Pol. 7, 12, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] ή, όν, übertrieben, übermäßig, hyperbolisch, [[εὐχαριστία]] Pol. 18, 29, 13, u. Sp., bes. Gramm. u. Rhett.; auch adv., μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Pol. 7, 12, 8.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπερβολικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ἀνήκων, [[ὑπέρμετρος]], ὑπερβολικὴ [[εὐχαριστία]] Πολύβ. 18. 29, 13. - Ἐπίρρ. ὑπερβολικῶς, ὑπερβ. ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. 2. 62, 9· λέγειν ὑπερβολικῶς ὁ αὐτ. 5. 32, 2 μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν ὁ αὐτ. 7. 12, 8.
}}
}}