3,274,215
edits
(eksahir) |
(45) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[soplo]] | |esgtx=[[soplo]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φυσῶ]]<br /><b>1.</b> το να φυσάει [[κάποιος]], να βγάζει [[ρεύμα]] αέρα από το [[στόμα]] ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό [[φύσημα]] της [[μύτης]]» β. «στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[ρεύμα]], η [[πνοή]] του ανέμου (α. «το [[φύσημα]] δυνάμωσε [[μόλις]] στρίψαμε» β. «πέμψει γνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[φυσιολογικός]] ή [[παθολογικός]] [[ήχος]] που γίνεται [[αντιληπτός]] [[κατά]] την [[ακρόαση]] τών πνευμόνων, της καρδιάς ή τών μεγάλων αιμοφόρων αγγείων και αποτελεί διαγνωστικό [[στοιχείο]] για νόσους τών οργάνων αυτών (α. «πνευμονικό [[φύσημα]]» β. «καρδιακό [[φύσημα]]» γ. «αρτηριακό [[φύσημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πήρε [[φύσημα]]» — διώχθηκε από τη δουλειά του ή από τη [[θέση]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φούσκωμα]], [[αλαζονεία]] («ἀνδρῶν ῥητορικῶν πολιτικὸν [[φύσημα]] φυσώντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσαλλίδα]], [[φούσκα]]<br /><b>2.</b> όστρακο που δεν έχει [[τελείως]] σχηματιστεί<br /><b>3.</b> το [[ρετσίνι]] του πεύκου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πόντιον [[φύσημα]]» — ο [[παφλασμός]] της θάλασσας (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι» — [[χήνα]] [[παραγεμιστή]] (Δίφιλ. Σ.). | |||
}} | }} |