Anonymous

φύσημα: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φυσῶ]]<br /><b>1.</b> το να φυσάει [[κάποιος]], να βγάζει [[ρεύμα]] αέρα από το [[στόμα]] ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό [[φύσημα]] της [[μύτης]]» β. «στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[ρεύμα]], η [[πνοή]] του ανέμου (α. «το [[φύσημα]] δυνάμωσε [[μόλις]] στρίψαμε» β. «πέμψει γνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[φυσιολογικός]] ή [[παθολογικός]] [[ήχος]] που γίνεται [[αντιληπτός]] [[κατά]] την [[ακρόαση]] τών πνευμόνων, της καρδιάς ή τών μεγάλων αιμοφόρων αγγείων και αποτελεί διαγνωστικό [[στοιχείο]] για νόσους τών οργάνων αυτών (α. «πνευμονικό [[φύσημα]]» β. «καρδιακό [[φύσημα]]» γ. «αρτηριακό [[φύσημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πήρε [[φύσημα]]» — διώχθηκε από τη δουλειά του ή από τη [[θέση]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φούσκωμα]], [[αλαζονεία]] («ἀνδρῶν ῥητορικῶν πολιτικὸν [[φύσημα]] φυσώντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσαλλίδα]], [[φούσκα]]<br /><b>2.</b> όστρακο που δεν έχει [[τελείως]] σχηματιστεί<br /><b>3.</b> το [[ρετσίνι]] του πεύκου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πόντιον [[φύσημα]]» — ο [[παφλασμός]] της θάλασσας (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι» — [[χήνα]] [[παραγεμιστή]] (Δίφιλ. Σ.).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φυσῶ]]<br /><b>1.</b> το να φυσάει [[κάποιος]], να βγάζει [[ρεύμα]] αέρα από το [[στόμα]] ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό [[φύσημα]] της [[μύτης]]» β. «στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[ρεύμα]], η [[πνοή]] του ανέμου (α. «το [[φύσημα]] δυνάμωσε [[μόλις]] στρίψαμε» β. «πέμψει γνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[φυσιολογικός]] ή [[παθολογικός]] [[ήχος]] που γίνεται [[αντιληπτός]] [[κατά]] την [[ακρόαση]] τών πνευμόνων, της καρδιάς ή τών μεγάλων αιμοφόρων αγγείων και αποτελεί διαγνωστικό [[στοιχείο]] για νόσους τών οργάνων αυτών (α. «πνευμονικό [[φύσημα]]» β. «καρδιακό [[φύσημα]]» γ. «αρτηριακό [[φύσημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πήρε [[φύσημα]]» — διώχθηκε από τη δουλειά του ή από τη [[θέση]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φούσκωμα]], [[αλαζονεία]] («ἀνδρῶν ῥητορικῶν πολιτικὸν [[φύσημα]] φυσώντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσαλλίδα]], [[φούσκα]]<br /><b>2.</b> όστρακο που δεν έχει [[τελείως]] σχηματιστεί<br /><b>3.</b> το [[ρετσίνι]] του πεύκου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πόντιον [[φύσημα]]» — ο [[παφλασμός]] της θάλασσας (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι» — [[χήνα]] [[παραγεμιστή]] (Δίφιλ. Σ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''φύσημα:''' -ατος, τό (φῡσάω)·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το [[φύσημα]], [[φύσημα]] δύστλητον, [[δυσχερής]] [[αναπνοή]], σε Ευρ.· <i>δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα</i>, ισχυρό [[φύσημα]] καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον [[φύσημα]], τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], σε Ευρ.· [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, μαύρο [[αίμα]] που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη [[σφαγή]] μικρών βοοειδών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατήρας]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[φύσημα]], [[πνοή]], [[ξεφύσημα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αλαζονεία]], σε Πλάτ.
}}
}}