Anonymous

ὑποπεπτωκότως: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_6)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποπεπτωκότως''': ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ [[ὑποπίπτω]], ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.
|lstext='''ὑποπεπτωκότως''': ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ [[ὑποπίπτω]], ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με χαμηλό [[φρόνημα]] και, κατ' επέκτ., με [[χαμέρπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποπεπτωκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[ὑποπίπτω]] «[[πέφτω]], [[καταπέφτω]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}