Anonymous

ὑποπεπτωκότως: Difference between revisions

From LSJ
4b
(44)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με χαμηλό [[φρόνημα]] και, κατ' επέκτ., με [[χαμέρπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποπεπτωκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[ὑποπίπτω]] «[[πέφτω]], [[καταπέφτω]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με χαμηλό [[φρόνημα]] και, κατ' επέκτ., με [[χαμέρπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑποπεπτωκώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[ὑποπίπτω]] «[[πέφτω]], [[καταπέφτω]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπεπτωκότως:''' [adv. от part. pf. к [[ὑποπίπτω]] униженно (ὑ. καὶ [[ταπεινῶς]] τοῖς λόγοις [[χρῆσθαι]] Polyb.).
}}
}}