Anonymous

τολύπευμα: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_3)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τολύπευμα''': [ῠ], τό, = [[τολύπη]], «[[τολύπευμα]]: τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον [[ἔριον]]» Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξει· «[[τολύπευμα]]· κατασκευαστὸν [[ἔριον]]» Ἡσύχ.
|lstext='''τολύπευμα''': [ῠ], τό, = [[τολύπη]], «[[τολύπευμα]]: τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον [[ἔριον]]» Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξει· «[[τολύπευμα]]· κατασκευαστὸν [[ἔριον]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τολυπεύω]]<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον [[ἔριον]]».
}}
}}