τολύπευμα

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολύπευμα Medium diacritics: τολύπευμα Low diacritics: τολύπευμα Capitals: ΤΟΛΥΠΕΥΜΑ
Transliteration A: tolýpeuma Transliteration B: tolypeuma Transliteration C: tolypevma Beta Code: tolu/peuma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, = τολύπη, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1126] τό, = τολύπη, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τολύπευμα: [ῠ], τό, = τολύπη, «τολύπευμα: τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον ἔριον» Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξει· «τολύπευμα· κατασκευαστὸν ἔριον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α τολυπεύω
(κατά τον Φώτ.) «τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον ἔριον».