Anonymous

ὑββάλλω: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_23)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑββάλλω''': κατ’ Ἐπικ. συγκοπ. ἀντὶ [[ὑποβάλλω]], Ἰλ. Τ. 80. - Καθ’ Ἡσυχ.: «ὑββάλει· ὑπερτίθεται, ὑποβάλλει».
|lstext='''ὑββάλλω''': κατ’ Ἐπικ. συγκοπ. ἀντὶ [[ὑποβάλλω]], Ἰλ. Τ. 80. - Καθ’ Ἡσυχ.: «ὑββάλει· ὑπερτίθεται, ὑποβάλλει».
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(επικ. συγκεκομμένος τ.) <b>βλ.</b> [[υποβάλλω]].
}}
}}