Anonymous

ὑββάλλω: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(επικ. συγκεκομμένος τ.) <b>βλ.</b> [[υποβάλλω]].
|mltxt=Α<br />(επικ. συγκεκομμένος τ.) <b>βλ.</b> [[υποβάλλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑββάλλω:''' Επικ. συγκοπτ. αντί [[ὑποβάλλω]].
}}
}}