Anonymous

ὑπεραυξάνω: Difference between revisions

From LSJ
43
(T22)
(43)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=to [[increase]] [[beyond]] [[measure]]; to [[grow]] [[exceedingly]]: [[Andocides]] (405 B.C.>), Galen, [[Dio]] Cassius, others.)  
|txtha=to [[increase]] [[beyond]] [[measure]]; to [[grow]] [[exceedingly]]: [[Andocides]] (405 B.C.>), Galen, [[Dio]] Cassius, others.)  
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑπεραυξάνω]] ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α<br />[[αυξάνω]] υπέρμετρα [[κάτι]] («η [[πολιτική]] αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> αυξάνομαι υπέρμετρα, [[παρουσιάζω]] υπερβολική [[αύξηση]] («ὑπεραυξάνει ἡ [[πίστις]] ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ [[ἀγάπη]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεραύξομαι</i><br />αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] («κάλαμοι... ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν [[ἀμπέλων]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[πάρα]] πολύ [[ισχυρός]].
}}
}}