Anonymous

ὑπεραυξάνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπεραυξάνω]] ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α<br />[[αυξάνω]] υπέρμετρα [[κάτι]] («η [[πολιτική]] αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> αυξάνομαι υπέρμετρα, [[παρουσιάζω]] υπερβολική [[αύξηση]] («ὑπεραυξάνει ἡ [[πίστις]] ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ [[ἀγάπη]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεραύξομαι</i><br />αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] («κάλαμοι... ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν [[ἀμπέλων]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[πάρα]] πολύ [[ισχυρός]].
|mltxt=[[ὑπεραυξάνω]] ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α<br />[[αυξάνω]] υπέρμετρα [[κάτι]] («η [[πολιτική]] αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> αυξάνομαι υπέρμετρα, [[παρουσιάζω]] υπερβολική [[αύξηση]] («ὑπεραυξάνει ἡ [[πίστις]] ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ [[ἀγάπη]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεραύξομαι</i><br />αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] («κάλαμοι... ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν [[ἀμπέλων]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[πάρα]] πολύ [[ισχυρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεραυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αυξάνω]] υπέρμετρα — Παθ., αυξάνομαι [[επιπλέον]], σε Ανδοκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}