3,256,975
edits
(Autenrieth) |
(44) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(τρἐπω): [[returning]], [[back]] [[again]]. | |auten=(τρἐπω): [[returning]], [[back]] [[again]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπότροπος]], -ον, ΝΜΑ [[ὑποτρέπομαι]]<br />(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που επανεμφανίζεται [[μετά]] από κάποια [[διακοπή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ποιν. δίκ.) (για εγκληματία) [[εκείνος]] ο [[οποίος]], ενώ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για [[κακούργημα]] ή [[πλημμέλημα]] εκ δόλου, διαπράττει [[μέσα]] σε ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] νέο [[έγκλημα]] της ίδιας βαρύτητας, [[πάλι]] με δόλο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που κάνει για δεύτερη [[φορά]] το ίδιο [[παράπτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ξαναγυρίζει, που επιστρέφει («ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συνέρχεται, που ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του [[μετά]] από [[χτύπημα]] («πρὶν [[αὖτις]] ὑπότροπον ἀμπνυνθῆναι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπότροπον [[ἦμαρ]]» — η [[μέρα]] του γυρισμού. | |||
}} | }} |