Anonymous

ὑπότροπος: Difference between revisions

From LSJ
44
(Autenrieth)
(44)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(τρἐπω): [[returning]], [[back]] [[again]].
|auten=(τρἐπω): [[returning]], [[back]] [[again]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπότροπος]], -ον, ΝΜΑ [[ὑποτρέπομαι]]<br />(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που επανεμφανίζεται [[μετά]] από κάποια [[διακοπή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ποιν. δίκ.) (για εγκληματία) [[εκείνος]] ο [[οποίος]], ενώ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για [[κακούργημα]] ή [[πλημμέλημα]] εκ δόλου, διαπράττει [[μέσα]] σε ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] νέο [[έγκλημα]] της ίδιας βαρύτητας, [[πάλι]] με δόλο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που κάνει για δεύτερη [[φορά]] το ίδιο [[παράπτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ξαναγυρίζει, που επιστρέφει («ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συνέρχεται, που ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του [[μετά]] από [[χτύπημα]] («πρὶν [[αὖτις]] ὑπότροπον ἀμπνυνθῆναι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπότροπον [[ἦμαρ]]» — η [[μέρα]] του γυρισμού.
}}
}}