Anonymous

τεχναστός: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχναστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ διὰ τῆς τέχνης πεποιημένος, [[τεχνητός]], [[ὥσπερ]] ἐν τοῖς τεχναστοῖς, [[οἷον]] οἰκίᾳ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1. 11.
|lstext='''τεχναστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ διὰ τῆς τέχνης πεποιημένος, [[τεχνητός]], [[ὥσπερ]] ἐν τοῖς τεχναστοῖς, [[οἷον]] οἰκίᾳ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεχνάζω]]<br />ο κατασκευασμένος με τη [[χρησιμοποίηση]] τέχνης («[[ὥσπερ]] ἐν τοῑς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}