Anonymous

τυμπανόδουπος: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_18)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμπᾰνόδουπος''': -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.
|lstext='''τυμπᾰνόδουπος''': -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ηχεί με την [[κρούση]] τυμπάνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]] <span style="color: red;">+</span> [[δοῦπος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ασπιδό</i>-<i>δουπος</i>)].
}}
}}