Anonymous

τράφηξ: Difference between revisions

From LSJ
2,398 bytes added ,  29 September 2017
41
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τράφηξ''': ηκος, ὁ, = τῷ Λατ. trabs, [[δοκός]], [[σανίς]], ἢ [[τεμάχιον]] ξύλου, 1) = [[χάραξ]], «παλοῦκι», Λυκόφρ. 641 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Ἀρχ. Μαθ. 2) [[δόρυ]], τράφηκι φοινίῳ «δόρατι, ξίφει» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 1001. 3) [[πλατεῖα]] σανὶς [[ἔνθα]] τοὺς νεοζύμους ἄρτους τιθέασι, «[[κυρίως]] ἡ [[ὑπόπλατυς]] [[σανίς]], ἐν ᾗ τοὺς ἄρτους πρὸς τοὺς κλιβάνους ἀπάγουσι» ([[εἶδος]] πινακωτῆς) Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 641· «τὸ [[ξύλον]] [[ἔνθα]] τιθέασι τὸν ἄρτον» Ἐτυμολ. Μέγ. 744, 36. 4) «τὸ τῆς νεὼς [[χεῖλος]], ἐφ’οὗ οἱ σκαλμοὶ τίθενται» Ἐτυμολ. Μέγ. 764, 35, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ.· ― [[τράφηξ]] φαίνεται ὁ ἀληθὴς τὺπος· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡσυχ. ὑπάρχουσιν οἱ τύποι [[τράπηξ]], [[τρόπηξ]], τροφῆς.
|lstext='''τράφηξ''': ηκος, ὁ, = τῷ Λατ. trabs, [[δοκός]], [[σανίς]], ἢ [[τεμάχιον]] ξύλου, 1) = [[χάραξ]], «παλοῦκι», Λυκόφρ. 641 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Ἀρχ. Μαθ. 2) [[δόρυ]], τράφηκι φοινίῳ «δόρατι, ξίφει» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 1001. 3) [[πλατεῖα]] σανὶς [[ἔνθα]] τοὺς νεοζύμους ἄρτους τιθέασι, «[[κυρίως]] ἡ [[ὑπόπλατυς]] [[σανίς]], ἐν ᾗ τοὺς ἄρτους πρὸς τοὺς κλιβάνους ἀπάγουσι» ([[εἶδος]] πινακωτῆς) Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 641· «τὸ [[ξύλον]] [[ἔνθα]] τιθέασι τὸν ἄρτον» Ἐτυμολ. Μέγ. 744, 36. 4) «τὸ τῆς νεὼς [[χεῖλος]], ἐφ’οὗ οἱ σκαλμοὶ τίθενται» Ἐτυμολ. Μέγ. 764, 35, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ.· ― [[τράφηξ]] φαίνεται ὁ ἀληθὴς τὺπος· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡσυχ. ὑπάρχουσιν οἱ τύποι [[τράπηξ]], [[τρόπηξ]], τροφῆς.
}}
{{grml
|mltxt=και [[τράπηξ]], -ηκος, ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σανίδα]] ή [[τεμάχιο]] ξύλου στενό και επίμηκες, [[δοκάρι]], [[παλούκι]]<br /><b>2.</b> [[δόρυ]], [[ακόντιο]]<br /><b>3.</b> πλατιά [[σανίδα]] όπου τοποθετούσαν τα ζυμωμένα ψωμιά για τη [[μεταφορά]] τους στον φούρνο, η [[πινακωτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πλοία) [[σκαλμός]] ή [[κουπαστή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ηξ</i>, -<i>ηκος</i>, όπως και άλλα ον. οργάνων (<b>πρβλ.</b> <i>οἴ</i>-<i>ᾱξ</i>, <i>πήλ</i>-<i>ηξ</i>) και απαντά με [[ποικιλία]] σημασιών και διαφορετικών μορφών (<b>πρβλ.</b> τους τ. [[τράπηξ]], [[τρόπηξ]], <i>τρόφηξ</i>), [[πράγμα]] αναμενόμενο για έναν τ. του τεχνικού και καθημερινού λεξιλογίου. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[τρέπω]] με [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>ŗ</i> ως -<i>ρα</i>- και -<i>ρο</i>- στους τ. [[τράπηξ]] και [[τρόπηξ]] και με εκφραστική δάσυνση του -<i>π</i>- στους τ. [[τράφηξ]] και <i>τρόφηξ</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>treb</i>- «[[κατασκευή]] από δοκάρια, [[κτήριο]], [[κατοικία]]» και να συνδεθεί με το λατ. <i>trabs</i> «[[δοκός]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[τέραμνον]]). Η [[άποψη]], όμως, δεν θεωρείται τόσο πιθανή, λόγω της σημασιολογικής απομάκρυνσης που παρουσιάζουν τα διάφορα, κινητά [[κυρίως]], αντικείμενα που δηλώνονται από τη λ. [[τράφηξ]] και τους άλλους συγγενείς τ. σε [[σχέση]] με τη σημ. της ρίζας].
}}
}}