Anonymous

τράφηξ: Difference between revisions

From LSJ
1,216 bytes added ,  5 August 2017
6_11
(13_2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ὁ, = [[τράπηξ]], Bord der Schiffe, Att. Seew. II, 40; nach Hesych. τὸ τῆς νεὼς [[χεῖλος]], auch τὸ [[δόρυ]] erkl., u. [[σκόλοψ]], [[χάραξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ὁ, = [[τράπηξ]], Bord der Schiffe, Att. Seew. II, 40; nach Hesych. τὸ τῆς νεὼς [[χεῖλος]], auch τὸ [[δόρυ]] erkl., u. [[σκόλοψ]], [[χάραξ]].
}}
{{ls
|lstext='''τράφηξ''': ηκος, ὁ, = τῷ Λατ. trabs, [[δοκός]], [[σανίς]], ἢ [[τεμάχιον]] ξύλου, 1) = [[χάραξ]], «παλοῦκι», Λυκόφρ. 641 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Ἀρχ. Μαθ. 2) [[δόρυ]], τράφηκι φοινίῳ «δόρατι, ξίφει» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 1001. 3) [[πλατεῖα]] σανὶς [[ἔνθα]] τοὺς νεοζύμους ἄρτους τιθέασι, «[[κυρίως]] ἡ [[ὑπόπλατυς]] [[σανίς]], ἐν ᾗ τοὺς ἄρτους πρὸς τοὺς κλιβάνους ἀπάγουσι» ([[εἶδος]] πινακωτῆς) Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 641· «τὸ [[ξύλον]] [[ἔνθα]] τιθέασι τὸν ἄρτον» Ἐτυμολ. Μέγ. 744, 36. 4) «τὸ τῆς νεὼς [[χεῖλος]], ἐφ’οὗ οἱ σκαλμοὶ τίθενται» Ἐτυμολ. Μέγ. 764, 35, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ.· ― [[τράφηξ]] φαίνεται ὁ ἀληθὴς τὺπος· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡσυχ. ὑπάρχουσιν οἱ τύποι [[τράπηξ]], [[τρόπηξ]], τροφῆς.
}}
}}