Anonymous

ὑπερμεγέθης: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />d’une grandeur démesurée, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[μέγεθος]].
|btext=ης, ες :<br />d’une grandeur démesurée, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[μέγεθος]].
}}
{{grml
|mltxt=υπερμέγεθες / [[ὑπερμεγέθης]], ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερμεγάθης]], ὑπερμέγαθες, Α<br />αυτός που έχει υπέρμετρο [[μέγεθος]], [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]] ή [[προσπάθεια]]) εξαιρετικά [[δύσκολος]], δυσχερέστατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερμεγέθως</i> ΜΑ<br />με υπερμεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] / [[μέγαθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]].
}}
}}