Anonymous

ὑπερμεγέθης: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=υπερμέγεθες / [[ὑπερμεγέθης]], ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερμεγάθης]], ὑπερμέγαθες, Α<br />αυτός που έχει υπέρμετρο [[μέγεθος]], [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]] ή [[προσπάθεια]]) εξαιρετικά [[δύσκολος]], δυσχερέστατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερμεγέθως</i> ΜΑ<br />με υπερμεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] / [[μέγαθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]].
|mltxt=υπερμέγεθες / [[ὑπερμεγέθης]], ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερμεγάθης]], ὑπερμέγαθες, Α<br />αυτός που έχει υπέρμετρο [[μέγεθος]], [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]] ή [[προσπάθεια]]) εξαιρετικά [[δύσκολος]], δυσχερέστατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερμεγέθως</i> ΜΑ<br />με υπερμεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] / [[μέγαθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερμεγέθης:''' Ιων. -άθης, <i>-ες</i>, γεν. <i>-εος</i>, = [[ὑπέρμεγας]], σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}